ταγίνι

ταγίνι
το
βλ. ταΐνι, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ταγιντζής — ο, Ν αυτός που μοιράζει το ταγίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίνι + κατάλ. τζής* (πρβλ. ψιλικα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ταΐνι — το, Ν βλ. ταγίνι …   Dictionary of Greek

  • ταγήνι — το, Ν βλ. ταγίνι …   Dictionary of Greek

  • ταΐνι — ταΐνι, το και ταγίνι, το μερίδα τροφής ζώων ή ανθρώπων: Δώσε στο άλογο το ταΐνι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”